κέλευθος

κέλευθος
κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α)
1. δρόμος, οδός, ατραπός
2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα
3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.)
4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση («πολλή κέλευθος», Σοφ.)
5. εκστρατεία («χρόνῳ μὲν ἀγρεῑ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος», Αισχύλ.)
6. ο τρόπος τού βαδίσματος, το βάδισμα («τετράπουν μιμήσομαι λύκου κέλευθον», Ευρ.)
7. μτφ. ο τρόπος ζωής («βίου κέλευθον ἄθεον, ἄδικον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευ-θος. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κελεύω, αν και υπάρχει σημασιολογική διαφορά (πρβλ. άγω-αγυιά «δρόμος», γερμ. bewegen- Weg «παρακινώ
δρόμος») και εμφανίζει επίθημα -θος, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί αν ο τ. θεωρηθεί προϊόν συμφυρμού τού κελεύω με θ. ελευθ- (τού ελεύσομαι). Επίσης πιθ. να συνδέεται με λιθουαν. keliūta, kēli-as «δρόμος».
ΠΑΡ. αρχ. κελεύθειος, κελεύθεια, κελευθήτης, κελευθιώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κελευθοποιός, κελευθοπόρος. (Β' συνθετικό) ρηξικέλευθος
αρχ.
αγχικέλευθος, αιψηροκέλευθος, ακέλευθος, αντικέλευθος, αυτοκέλευθος, διωξικέλευθος, εκκέλευθος, ιθυκέλευθος, ιπποκέλευθος, ισοκέλευθος, λοξοκέλευθος, οικτροκέλευθος, ομοκέλευθος, οξυκέλευθος, οπισθοκέλευθος, πεντακέλευθος, προκέλευθος, υγροκέλευθος, υδροκέλευθος, υψικέλευθος, χρυσοκέλευθος, ωκυκέλευθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κέλευθος — road fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθοις — κέλευθος road fem dat pl κέλευθος road neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθω — κέλευθος road fem nom/voc/acc dual κέλευθος road fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθων — κέλευθος road fem gen pl κέλευθος road neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελευσμάτων — κέλευθος road neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθου — κέλευθος road fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθους — κέλευθος road fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθως — κέλευθος road fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύθῳ — κέλευθος road fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύσμασι — κέλευθος road neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”